- ἀκόρητος
- ἀκόρητοςinsatiatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακόρητος — (I) ἀκόρητος, ον (Α) [κορέννυμι] 1. ο ακόρεστος «Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος) 2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος. (II) ἀκόρητος, ον (Α) [κόρις] αυτός που δεν τόν ενόχλησαν οι κοριοί … Dictionary of Greek
ἀκορήτω — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκορήτως — ἀκόρητος insatiate adverbial ἀκόρητος insatiate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόρητον — ἀκόρητος insatiate masc/fem acc sg ἀκόρητος insatiate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκορήτου — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκορήτους — ἀκόρητος insatiate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκορήτῳ — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόρητα — ἀκόρητος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόρητε — ἀκόρητος insatiate masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόρητοι — ἀκόρητος insatiate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)